- φλυζάκιον
- φλυζάκιον, τό, Dim. of φλύκταινα, Hp.Coac.112, Acut. (Sp.) 26, Cels.5.28.15; cf. φυσάκια.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλυζάκιον — τὸ, Α υποκορ. μικρή φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού ιατρικού λεξιλογίου σχηματισμένος από το ρ. φλύζω / φλύω είτε με τη σημ. «βράζω, ξεχειλίζω, αναβλύζω» (για υγρό που βράζει) είτε με τη σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (για τις σημ. βλ. λ. φλύω) με… … Dictionary of Greek
φλυζάκια — φλυζάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)